- ἤρκεσαν
- ἀρκέωward offaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)αἴρωattachplup ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιτή — η (AM λιτή) νεοελλ. μσν. 1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες 2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία 3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών αρχ. 1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek